- βακχικός
- η , ό[ν]1) вакхический; 2) разгульный; З) беснующийся
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Βακχικός — Bis Acc. masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακχικός — ή, ό ο ενθουσιώδης, ο έξαλλος, ο οργιαστικός: Στη φοιτητική μας ζωή συχνά κάναμε βακχικά γλέντια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βακχικά — Βακχικός Bis Acc. neut nom/voc/acc pl Βακχικά̱ , Βακχικός Bis Acc. fem nom/voc/acc dual Βακχικά̱ , Βακχικός Bis Acc. fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βακχικώτερον — Βακχικός Bis Acc. adverbial comp Βακχικός Bis Acc. masc acc comp sg Βακχικός Bis Acc. neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βακχικῶν — Βακχικός Bis Acc. fem gen pl Βακχικός Bis Acc. masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βακχικόν — Βακχικός Bis Acc. masc acc sg Βακχικός Bis Acc. neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βακχικώτατον — Βακχικός Bis Acc. masc acc superl sg Βακχικός Bis Acc. neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βακχικαῖς — Βακχικός Bis Acc. fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βακχικαί — Βακχικός Bis Acc. fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βακχικοῖς — Βακχικός Bis Acc. masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βακχικοῖσι — Βακχικός Bis Acc. masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)